- δουλέκδουλος
- δουλέκδουλος, ο (Α)δούλος που είναι παιδί δούλων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δουλέκδουλος — a born slave masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλέκδουλοι — δουλέκδουλος a born slave masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλέκδουλον — δουλέκδουλος a born slave masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικύρτας — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «δουλέκδουλος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. ασιατικής προέλευσης] … Dictionary of Greek